Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραταίπους
κραταίρινος
κραταίωμα
κρατάνιον
κρατεραίχμης
κρατεραλγής
κρατεραύχην
κρατερόδους
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
View word page
κρατερόχειρ
stout of hand
ShortDef
stout of hand
Debugging
Headword:
κρατερόχειρ
Headword (normalized):
κρατερόχειρ
Headword (normalized/stripped):
κρατεροχειρ
IDX:
50349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50350
Key:
Data
{'content': 'stout of hand'}