Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραταίπεδος
κραταίπιλος
κραταίπους
κραταίρινος
κραταίωμα
κρατάνιον
κρατεραίχμης
κρατεραλγής
κρατεραύχην
κρατερόδους
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
View word page
κρατερός
strong, stout, mighty

ShortDef

strong, stout, mighty

Debugging

Headword:
κρατερός
Headword (normalized):
κρατερός
Headword (normalized/stripped):
κρατερος
IDX:
50347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50348
Key:

Data

{'content': 'strong, stout, mighty'}