Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραταιόω
κραταίπεδος
κραταίπιλος
κραταίπους
κραταίρινος
κραταίωμα
κρατάνιον
κρατεραίχμης
κρατεραλγής
κρατεραύχην
κρατερόδους
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
View word page
κρατερόδους
strong-toothed

ShortDef

strong-toothed

Debugging

Headword:
κρατερόδους
Headword (normalized):
κρατερόδους
Headword (normalized/stripped):
κρατεροδους
IDX:
50346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50347
Key:

Data

{'content': 'strong-toothed'}