Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταιβόλος
κραταίβολος
κράταιγος
κραταιγύαλος
κραταιίς
Κράταιις
κραταίλεως
κραταιόγονον
κραταιός
View word page
κραταιβάτης
striding in might

ShortDef

striding in might

Debugging

Headword:
κραταιβάτης
Headword (normalized):
κραταιβάτης
Headword (normalized/stripped):
κραταιβατης
IDX:
50322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50323
Key:

Data

{'content': 'striding in might'}