Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταιβόλος
κραταίβολος
κράταιγος
κραταιγύαλος
κραταιίς
Κράταιις
κραταίλεως
View word page
κράστις
green fodder
ShortDef
green fodder
Debugging
Headword:
κράστις
Headword (normalized):
κράστις
Headword (normalized/stripped):
κραστις
IDX:
50320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50321
Key:
Data
{'content': 'green fodder'}