Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταιβόλος
κραταίβολος
κράταιγος
κραταιγύαλος
κραταιίς
Κράταιις
View word page
κραστίζομαι
consume green fodder

ShortDef

consume green fodder

Debugging

Headword:
κραστίζομαι
Headword (normalized):
κραστίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κραστιζομαι
IDX:
50319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50320
Key:

Data

{'content': 'consume green fodder'}