Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταιβόλος
κραταίβολος
κράταιγος
κραταιγύαλος
κραταιίς
View word page
κραστήριον
rack, manger
ShortDef
rack, manger
Debugging
Headword:
κραστήριον
Headword (normalized):
κραστήριον
Headword (normalized/stripped):
κραστηριον
IDX:
50318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50319
Key:
Data
{'content': 'rack, manger'}