Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταιβόλος
κραταίβολος
κράταιγος
View word page
κρασπεδόομαι
to be bordered

ShortDef

to be bordered

Debugging

Headword:
κρασπεδόομαι
Headword (normalized):
κρασπεδόομαι
Headword (normalized/stripped):
κρασπεδοομαι
IDX:
50316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50317
Key:

Data

{'content': 'to be bordered'}