Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταιβόλος
κραταίβολος
View word page
κράσπεδον
the edge, border, skirt

ShortDef

the edge, border, skirt

Debugging

Headword:
κράσπεδον
Headword (normalized):
κράσπεδον
Headword (normalized/stripped):
κρασπεδον
IDX:
50315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50316
Key:

Data

{'content': 'the edge, border, skirt'}