Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
κραταίβιος
View word page
κρᾶσις
a mixing, blending, compounding

ShortDef

a mixing, blending, compounding

Debugging

Headword:
κρᾶσις
Headword (normalized):
κρᾶσις
Headword (normalized/stripped):
κρασις
IDX:
50313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50314
Key:

Data

{'content': 'a mixing, blending, compounding'}