Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιβάτης
View word page
κρασείδιον
paste
ShortDef
paste
Debugging
Headword:
κρασείδιον
Headword (normalized):
κρασείδιον
Headword (normalized/stripped):
κρασειδιον
IDX:
50312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50313
Key:
Data
{'content': 'paste'}