Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
View word page
κράς
the head
ShortDef
the head
Debugging
Headword:
κράς
Headword (normalized):
κράς
Headword (normalized/stripped):
κρας
IDX:
50311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50312
Key:
Data
{'content': 'the head'}