Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
View word page
κρᾶς
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
κρᾶς
Headword (normalized):
κρᾶς
Headword (normalized/stripped):
κρας
IDX:
50310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50311
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}