Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
κραστίζομαι
View word page
κραπαταλός
fish

ShortDef

fish

Debugging

Headword:
κραπαταλός
Headword (normalized):
κραπαταλός
Headword (normalized/stripped):
κραπαταλος
IDX:
50309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50310
Key:

Data

{'content': 'fish'}