Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
κραστήριον
View word page
κράντωρ
one who accomplishes; sovereign, ruler
ShortDef
one who accomplishes; sovereign, ruler
Debugging
Headword:
κράντωρ
Headword (normalized):
κράντωρ
Headword (normalized/stripped):
κραντωρ
IDX:
50308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50309
Key:
Data
{'content': 'one who accomplishes; sovereign, ruler'}