Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
Κράσσος
View word page
κραντήριος
accomplishing
ShortDef
accomplishing
Debugging
Headword:
κραντήριος
Headword (normalized):
κραντήριος
Headword (normalized/stripped):
κραντηριος
IDX:
50307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50308
Key:
Data
{'content': 'accomplishing'}