Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
View word page
κρανουργός
maker of helmets

ShortDef

maker of helmets

Debugging

Headword:
κρανουργός
Headword (normalized):
κρανουργός
Headword (normalized/stripped):
κρανουργος
IDX:
50305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50306
Key:

Data

{'content': 'maker of helmets'}