Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
κράς
κρασείδιον
View word page
κρανοποιός
a helmet-maker

ShortDef

a helmet-maker

Debugging

Headword:
κρανοποιός
Headword (normalized):
κρανοποιός
Headword (normalized/stripped):
κρανοποιος
IDX:
50302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50303
Key:

Data

{'content': 'a helmet-maker'}