Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
κρᾶς
View word page
κράνον
cornelian cherry
ShortDef
cornelian cherry
Debugging
Headword:
κράνον
Headword (normalized):
κράνον
Headword (normalized/stripped):
κρανον
IDX:
50300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50301
Key:
Data
{'content': 'cornelian cherry'}