Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
κραπαταλός
View word page
κρανοκοπέω
cut heads off
ShortDef
cut heads off
Debugging
Headword:
κρανοκοπέω
Headword (normalized):
κρανοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
κρανοκοπεω
IDX:
50299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50300
Key:
Data
{'content': 'cut heads off'}