Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
View word page
ἀγκυλόγλωσσον
contraction of the tongue

ShortDef

contraction of the tongue

Debugging

Headword:
ἀγκυλόγλωσσον
Headword (normalized):
ἀγκυλόγλωσσον
Headword (normalized/stripped):
αγκυλογλωσσον
IDX:
502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-503
Key:

Data

{'content': 'contraction of the tongue'}