Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
κράντωρ
View word page
κρανοκολάπτης
poisonous spider

ShortDef

poisonous spider

Debugging

Headword:
κρανοκολάπτης
Headword (normalized):
κρανοκολάπτης
Headword (normalized/stripped):
κρανοκολαπτης
IDX:
50298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50299
Key:

Data

{'content': 'poisonous spider'}