Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
κραντήρ
κραντήριος
View word page
κρανίον
the upper part of the head, the skull
ShortDef
the upper part of the head, the skull
Debugging
Headword:
κρανίον
Headword (normalized):
κρανίον
Headword (normalized/stripped):
κρανιον
IDX:
50297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50298
Key:
Data
{'content': 'the upper part of the head, the skull'}