Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
κράνος2
κρανουργός
View word page
κρανιόλειος
bald-crowned, bald-headed
ShortDef
bald-crowned, bald-headed
Debugging
Headword:
κρανιόλειος
Headword (normalized):
κρανιόλειος
Headword (normalized/stripped):
κρανιολειος
IDX:
50295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50296
Key:
Data
{'content': 'bald-crowned, bald-headed'}