Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
κράνος
View word page
κρανεών
grove of cornelian cherry-trees

ShortDef

grove of cornelian cherry-trees

Debugging

Headword:
κρανεών
Headword (normalized):
κρανεών
Headword (normalized/stripped):
κρανεων
IDX:
50293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50294
Key:

Data

{'content': 'grove of cornelian cherry-trees'}