Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
κρανοποιός
View word page
κράνειος
of cornel-wood (LSJ Supp)

ShortDef

of cornel-wood (LSJ Supp)

Debugging

Headword:
κράνειος
Headword (normalized):
κράνειος
Headword (normalized/stripped):
κρανειος
IDX:
50292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50293
Key:

Data

{'content': 'of cornel-wood (LSJ Supp)'}