Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
κρανοποιέω
View word page
κράνειον
fruit of cornelian cherry

ShortDef

fruit of cornelian cherry

Debugging

Headword:
κράνειον
Headword (normalized):
κράνειον
Headword (normalized/stripped):
κρανειον
IDX:
50291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50292
Key:

Data

{'content': 'fruit of cornelian cherry'}