Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
κρανοκοπέω
κράνον
View word page
κρανέϊνος
made of cherry wood

ShortDef

made of cherry wood

Debugging

Headword:
κρανέϊνος
Headword (normalized):
κρανέϊνος
Headword (normalized/stripped):
κρανεινος
IDX:
50290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50291
Key:

Data

{'content': 'made of cherry wood'}