Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
κράνιον
κρανίον
κρανοκολάπτης
View word page
κραναός
rocky, rugged

ShortDef

Cranaos, mythical king of Athens; (adj.) Athenians
rocky, rugged

Debugging

Headword:
κραναός
Headword (normalized):
κραναός
Headword (normalized/stripped):
κραναος
IDX:
50288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50289
Key:

Data

{'content': 'rocky, rugged'}