Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
κράνειος
κρανεών
κρανίδιον
κρανιόλειος
View word page
κραναήπεδος
with hard rocky soil

ShortDef

with hard rocky soil

Debugging

Headword:
κραναήπεδος
Headword (normalized):
κραναήπεδος
Headword (normalized/stripped):
κραναηπεδος
IDX:
50285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50286
Key:

Data

{'content': 'with hard rocky soil'}