Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
κράνειον
View word page
κράμβος2
blight in grapes, when they shrivel
ShortDef
loud, ringing
blight in grapes, when they shrivel
Debugging
Headword:
κράμβος2
Headword (normalized):
κράμβος
Headword (normalized/stripped):
κραμβος2
IDX:
50281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50282
Key:
Data
{'content': 'blight in grapes, when they shrivel'}