Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
Κραναός
κραναός
κράνεια
κρανέϊνος
View word page
κράμβος
loud, ringing

ShortDef

loud, ringing
blight in grapes, when they shrivel

Debugging

Headword:
κράμβος
Headword (normalized):
κράμβος
Headword (normalized/stripped):
κραμβος
IDX:
50280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50281
Key:

Data

{'content': 'loud, ringing'}