Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
κρανάϊνος
View word page
κράμβη
cabbage, kail

ShortDef

cabbage, kail

Debugging

Headword:
κράμβη
Headword (normalized):
κράμβη
Headword (normalized/stripped):
κραμβη
IDX:
50276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50277
Key:

Data

{'content': 'cabbage, kail'}