Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
κραναήπεδος
View word page
κραμβαλίζω
loud laughter
ShortDef
loud laughter
Debugging
Headword:
κραμβαλίζω
Headword (normalized):
κραμβαλίζω
Headword (normalized/stripped):
κραμβαλιζω
IDX:
50275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50276
Key:
Data
{'content': 'loud laughter'}