Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
κραμβοσπάραγον
κραμβοφάγος
Κραναή
View word page
κραμβαλέος
dried, parched, roasted

ShortDef

dried, parched, roasted

Debugging

Headword:
κραμβαλέος
Headword (normalized):
κραμβαλέος
Headword (normalized/stripped):
κραμβαλεος
IDX:
50274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50275
Key:

Data

{'content': 'dried, parched, roasted'}