Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
κράμβος
κράμβος2
View word page
κραμάτινος
made of an alloy

ShortDef

made of an alloy

Debugging

Headword:
κραμάτινος
Headword (normalized):
κραμάτινος
Headword (normalized/stripped):
κραματινος
IDX:
50271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50272
Key:

Data

{'content': 'made of an alloy'}