Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
κραμβίς
View word page
κρακτικός
noisy
ShortDef
noisy
Debugging
Headword:
κρακτικός
Headword (normalized):
κρακτικός
Headword (normalized/stripped):
κρακτικος
IDX:
50269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50270
Key:
Data
{'content': 'noisy'}