Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
κραμβίον
View word page
κραίσκος
sockets
ShortDef
sockets
Debugging
Headword:
κραίσκος
Headword (normalized):
κραίσκος
Headword (normalized/stripped):
κραισκος
IDX:
50268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50269
Key:
Data
{'content': 'sockets'}