Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρᾶθις
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
κραμβαλέος
κραμβαλίζω
κράμβη
κραμβήεις
View word page
κραῖρα
top, head, extremity

ShortDef

top, head, extremity

Debugging

Headword:
κραῖρα
Headword (normalized):
κραῖρα
Headword (normalized/stripped):
κραιρα
IDX:
50267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50268
Key:

Data

{'content': 'top, head, extremity'}