Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
Κρᾶθις
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
κραμάτινος
κραμάτιον
κραματοποιέω
View word page
κραιπαλώδης
given to drunkenness

ShortDef

given to drunkenness

Debugging

Headword:
κραιπαλώδης
Headword (normalized):
κραιπαλώδης
Headword (normalized/stripped):
κραιπαλωδης
IDX:
50263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50264
Key:

Data

{'content': 'given to drunkenness'}