Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραδηφορία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
Κρᾶθις
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραῖρα
κραίσκος
κρακτικός
κρᾶμα
View word page
κραιπάλη
a drunken head-ache

ShortDef

a drunken head-ache

Debugging

Headword:
κραιπάλη
Headword (normalized):
κραιπάλη
Headword (normalized/stripped):
κραιπαλη
IDX:
50260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50261
Key:

Data

{'content': 'a drunken head-ache'}