Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράδανσις
κραδασμός
κραδάω
κράδη
κραδηφορία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
Κρᾶθις
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
View word page
κράζω
to croak

ShortDef

to croak

Debugging

Headword:
κράζω
Headword (normalized):
κράζω
Headword (normalized/stripped):
κραζω
IDX:
50256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50257
Key:

Data

{'content': 'to croak'}