Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραδαίνω
κράδαλος
κραδαλός
κράδανσις
κραδασμός
κραδάω
κράδη
κραδηφορία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
Κρᾶθις
κραίνω
κραιπαλάω
κραιπάλη
κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
View word page
κραδοπώλης
one who sells fig-branches
ShortDef
one who sells fig-branches
Debugging
Headword:
κραδοπώλης
Headword (normalized):
κραδοπώλης
Headword (normalized/stripped):
κραδοπωλης
IDX:
50253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50254
Key:
Data
{'content': 'one who sells fig-branches'}