Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραγγών
κραγέτας
κραγέτης
κραγός
κραδαίνω
κράδαλος
κραδαλός
κράδανσις
κραδασμός
κραδάω
κράδη
κραδηφορία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
Κρᾶθις
κραίνω
κραιπαλάω
View word page
κράδη
the quivering spray at the end of a branch

ShortDef

the quivering spray at the end of a branch

Debugging

Headword:
κράδη
Headword (normalized):
κράδη
Headword (normalized/stripped):
κραδη
IDX:
50249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50250
Key:

Data

{'content': 'the quivering spray at the end of a branch'}