Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράβυζος
κραγγών
κραγέτας
κραγέτης
κραγός
κραδαίνω
κράδαλος
κραδαλός
κράδανσις
κραδασμός
κραδάω
κράδη
κραδηφορία
κραδιαῖος
κραδίας
κραδοπώλης
κράδος
κραδοφάγος
κράζω
Κρᾶθις
κραίνω
View word page
κραδάω
to shake, brandish

ShortDef

to shake, brandish

Debugging

Headword:
κραδάω
Headword (normalized):
κραδάω
Headword (normalized/stripped):
κραδαω
IDX:
50248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50249
Key:

Data

{'content': 'to shake, brandish'}