Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοχυδέω
κοχώνη
κόψιχος
Κόων
κραββατοποιός
κράββατος
κράβυζος
κραγγών
κραγέτας
κραγέτης
κραγός
κραδαίνω
κράδαλος
κραδαλός
κράδανσις
κραδασμός
κραδάω
κράδη
κραδηφορία
κραδιαῖος
κραδίας
View word page
κραγός
bawling

ShortDef

bawling

Debugging

Headword:
κραγός
Headword (normalized):
κραγός
Headword (normalized/stripped):
κραγος
IDX:
50242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50243
Key:

Data

{'content': 'bawling'}