Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουφοφορέομαι
κοφινόομαι
κοφινοποιός
κόφινος
κοφινώδης
κόφος
κοχλακώδης
κόχλασμα
κοχλιάριον
κοχλίας
κοχλίδιον
κοχλιοειδής
κοχλίον
κοχλοειδής
κόχλος
κόχος
κοχυδέω
κοχώνη
κόψιχος
Κόων
κραββατοποιός
View word page
κοχλίδιον
snail (dim.)

ShortDef

snail (dim.)

Debugging

Headword:
κοχλίδιον
Headword (normalized):
κοχλίδιον
Headword (normalized/stripped):
κοχλιδιον
IDX:
50226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50227
Key:

Data

{'content': 'snail (dim.)'}