Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοῦφος
κουφόσκευος
κουφοτέλεια
κουφότης
κουφοφορέομαι
κοφινόομαι
κοφινοποιός
κόφινος
κοφινώδης
κόφος
κοχλακώδης
κόχλασμα
κοχλιάριον
κοχλίας
κοχλίδιον
κοχλιοειδής
κοχλίον
κοχλοειδής
κόχλος
κόχος
κοχυδέω
View word page
κοχλακώδης
gravelly
ShortDef
gravelly
Debugging
Headword:
κοχλακώδης
Headword (normalized):
κοχλακώδης
Headword (normalized/stripped):
κοχλακωδης
IDX:
50222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50223
Key:
Data
{'content': 'gravelly'}