Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
κουφόνοος
κουφόπους
κουφόπτερος
κοῦφος
κουφόσκευος
κουφοτέλεια
κουφότης
κουφοφορέομαι
κοφινόομαι
κοφινοποιός
κόφινος
κοφινώδης
κόφος
κοχλακώδης
κόχλασμα
View word page
κουφόσκευος
light-armed

ShortDef

light-armed

Debugging

Headword:
κουφόσκευος
Headword (normalized):
κουφόσκευος
Headword (normalized/stripped):
κουφοσκευος
IDX:
50213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50214
Key:

Data

{'content': 'light-armed'}