Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουφίζω
κούφισις
κούφισμα
κουφισμός
κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
κουφόνοος
κουφόπους
κουφόπτερος
κοῦφος
κουφόσκευος
κουφοτέλεια
κουφότης
κουφοφορέομαι
κοφινόομαι
κοφινοποιός
κόφινος
View word page
κουφόνοος
light-minded, thoughtless

ShortDef

light-minded, thoughtless

Debugging

Headword:
κουφόνοος
Headword (normalized):
κουφόνοος
Headword (normalized/stripped):
κουφονοος
IDX:
50209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50210
Key:

Data

{'content': 'light-minded, thoughtless'}